Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012



Dimitris Baltas


Dictionnaire de la philosophie russe, sous la direction de Fr. Lesourd, Editions L’ Age d’ Homme, Lausanne 2010, σελ. 1009.


Στό ὀγκωδέστατο αὐτό «Λεξικό τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας» ἔχουν περιληφθεῖ Ρῶσσοι συγγραφεῖς τοῦ 19ου καί τοῦ 20οῦ αἰ. τῶν ὁποίων τό ἔργο παρουσιάζει ἰδιαίτερο φιλοσοφικό ἐνδιαφέρον (λ.χ. τοῦ Γκόγκολ, τοῦ Ντοστογιέφσκι, ἀλλά καί τοῦ Σολοβιώφ, τοῦ Μπερντιάγιεφ κ.ἄ.). Ἐξετάζονται δέ οἱ ἐπιδράσεις γνωστῶν φιλοσόφων πού διαμόρφωσαν τήν ρωσσική σκέψη (λ.χ. τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Χέγκελ, τοῦ Κάντ κ.ἄ.). Ἐπίσης, παρουσιάζονται γνωστές φιλοσοφικές ἔννοιες καί θεωρίες (λχ. ἡ ὀντολογία, ἡ αἰσθητική, ὁ ἡσυχασμός, ἡ θεωρία τῆς γνώσεως κ.ἄ.) πού ἔχουν προταθεῖ ἐν γένει στήν Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας. Στό τέλος κάθε λήμματος καταγράφονται τά ἐκδοθέντα ἔργα τοῦ συγγραφέως καί δίδεται κατ’ ἐπιλογήν σχετική βιβλιογραφία.
Εἶναι πολύτιμη ἡ ἔκδοση αὐτή τόσο γιά τόν εἰδικό μελετητή ὅσο καί γιά τόν ἀναγνώστη μέ εὐρύτερα φιλοσοφικά καί ἱστορικά ἐνδιαφέροντα. Πρόκειται γιά ἕνα ἐκδοτικό γεγονός στόν χῶρο τῆς Φιλοσοφίας, τῆς Ἱστορίας τῆς Φιλοσοφίας καί τῆς Λεξικογραφίας, πού ἐπιβεβαιώνει τό γενικότερο ἐνδιαφέρον γιά τήν ρωσσική φιλοσοφία ἀνά τόν κόσμο σήμερα.



Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012




Δημήτρης Μπαλτᾶς

Φώτης Σχοινᾶς, Βυζαντινή λογική καί ὀντολογία. Ἡ περί κατηγοριῶν διδασκαλία Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Θεωρητική στοιχείωση καί πρακτική ἐφαρμογή, Ἀθήνα 2005, σελ. 313.


Ἡ διδακτορική διατριβή τοῦ κ. Φώτη Σχοινᾶ ὑπεβλήθη στήν Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί ἐνεκρίθη τό 2003.
Ἡ διατριβή ἀποτελεῖ συμβολή στήν βυζαντινή φιλοσοφία κατά τήν μεσοβυζαντινή περίοδο. Ἀντικείμενο τῆς διατριβῆς εἶναι ἡ διερεύνηση τῶν ἀριστοτελικῶν Κατηγοριῶν ἀπό τόν Ἰωάννη Δαμασκηνό καί κυρίως ἡ βοήθεια πού αὐτές παρέχουν στην πολεμική του κατά τῶν αἱρετικῶν κακοδοξιῶν, ἰδιαιτέρως τοῦ μανιχαϊσμοῦ, τοῦ μονοφυσιτισμοῦ και τοῦ νεστοριανισμοῦ. Ἐδῶ ἐπιβάλλεται νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Δαμασκηνός εἶναι κατ’ ἐξοχήν θεολόγος καί δευτερευόντως φιλόσοφος, πρᾶγμα πού ἐξηγεῖ τό γεγονός ὅτι ἀπό φιλοσοφικῆς πλευρᾶς δέν ἔχει νά ἐπιδείξει κάτι πρωτότυπο. Ἐννοεῖται βεβαίως ὅτι ἀσχολεῖται καί μέ βασικά φιλοσοφικά ζητήματα, ὅπως τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ, τοῦ χρόνου καί τῆς κινήσεως.
Ὁ κ. Σχοινᾶς τονίζει ὅτι οἱ κατηγορίες γιά τόν Δαμασκηνό συνάπτονται μέ τήν ὀντολογία, την λογική καί τήν γλῶσσα. Ἀποτελοῦν αὐτές συνάμα τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μιλοῦμε γιά τήν πραγματικότητα ἀλλά καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο κατανοοῦμε τήν πραγματικότητα.
Στό Α΄ κεφάλαιο προτάσσεται ἡ ἐξέταση τῆς σχέσεως ὀνόματος καί πράγματος. Mέ ἀφετηρία τήν προγενέστερη φιλοσοφική παράδοση, οἱ βυζαντινοί διανοητές δέχονται ὅτι προηγεῖται τό πρᾶγμα, ἕπεται ἡ ἔννοια καί ἀκολουθεῖ τό ὄνομα.
Ἐπειδή ἡ γλῶσσα ἔχει, δυνάμει τουλάχιστον, μία  παραπλανητική λειτουργία, πρᾶγμα πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ἀπόκλιση ἀπό τήν ὀρθή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, στό Β’ κεφάλαιο τῆς διατριβῆς ἀναλύεται ἡ ὁμωνυμία καί ἡ συνωνυμία μέ ἀντίστοιχα παραδείγματα (σσ. 48-49). Στό πλαίσιο αὐτό ἔχει σημασία νά ὑπογραμμισθεῖ ἡ τοποθέτηση τοῦ συγγραφέως ὅτι γιά τόν Δαμασκηνό ἡ αἵρεση εἶναι πρωτίστως θεολογικό και δευτερευόντως γλωσσικό πρόβλημα.  
Τά κεφάλαια Γ΄ και Δ΄ ἀφοροῦν στην θεμελιώδη διάκριση οὐσίας (= φύσεως) και ὑποστάσεως (= προσώπου). Ἀντιθέτως, γράφει ἐπί λέξει ὁ ἴδιος ὁ Δαμασκηνός, τοῦτο ἐστι το ποιοῦν τοῖς αἱρετικοῖς την πλάνην, τό ταυτόν λέγειν τήν φύσιν καί τήν ὑπόστασιν (Ἐκδ. ἀκρ. ὀρθ. πίστεως ΙΙ, μζ΄, 39-40, σ. 112). Πάντως ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ οὐσία καί ἡ ὑπόσταση εἶναι στενά συνδεδεμένες, ἀφοῦ δέν νοεῖται οὔτε ὑπόσταση ἀνούσιος οὔτε οὐσία ἀνυπόστατος.
Ἀκολουθεῖ ἡ ἐξέταση και ἡ πρακτική ἐφαρμογή τῶν ὑπολοίπων κατηγοριῶν στά Κεφάλαια Ε΄-Η΄. Ἐδῶ διαπιστώνεται ὅτι στό θεῖον δέν ἰσχύουν οἱ λοιπές ἐννέα κατηγορίες πλήν τῆς οὐσίας (ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν). Ὑπενθυμίζεται ὅτι οἱ λοιπές κατηγορίες εἶναι οἱ ἑξῆς: ποσόν, ποιόν, πρός τι, ποῦ, ποτέ, κεῖσθαι, ἔχειν, ποιεῖν και πάσχειν (Ἀριστοτέλους Κατηγορίαι 1b-2a). Βασική κρίνεται ἡ παρατήρηση τοῦ κ. Σχοινᾶ ὅτι ἡ κατηγορία τῆς σχέσεως (σσ. 224-227) και ἡ κατηγορία τοῦ ποιεῖν (σσ. 255-259) ἔχουν ὁρισμένη ἐφαρμογή στό θεῖον, νοούμενες ὁπωσδήποτε ἀναγωγικῶς και ὄχι κυριολεκτικῶς.
Ἐπειδή, ἐξ ἄλλου, τό εἰκονίζειν συνδέεται μέ τό κατηγοριακό σύστημα, στό τελευταῖο κεφάλαιο τῆς διατριβῆς (Ι΄) ὁ κ. Σχοινᾶς ἀσχολεῖται μέ τό εἰκονίζειν καί πιό συγκεκριμένα μέ τό δυνατό τῆς ἐξεικονίσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί τό ἀδύνατο τῆς ἐξεικονίσεως τῆς θείας φύσεως. Ἡ έξέταση τῶν περί τῆς εἰκόνος ἀντιλήψεων τοῦ Δαμασκηνοῦ συνάπτεται ἐδῶ μέ τίς χριστολογικές του τοποθετήσεις ἀλλά καί μέ τήν πολεμική του κατά τοῦ μανιχαϊσμοῦ.
Σέ μία γενική ἀποτίμηση, θά παρατηρηθεῖ ὅτι ἡ  πραγμάτευση τῶν ζητημάτων γίνεται μέ τρόπο σαφῆ, ἀναλυτικό καί διεισδυτικό. Ὁ συγγραφέας χρησιμοποιεῖ ἕνα πλούσιο φιλοσοφικό ὑλικό, ἀπό τήν ἀρχαία μέχρι την νεώτερη φιλοσοφική παράδοση ἀλλά καί ἀπό τήν σύγχρονη φιλοσοφική καί ἐπιστημονική σκέψη. Πρόκειται, τελικά, γιά μία ἐξαιρετική ἐργασία ἡ ὁποία συνοψίζει τήν βυζαντινή ὀντολογία, μέ προβληματισμούς πού ἐνδιαφέρουν βεβαίως καί τόν σημερινό ἀναγνώστη.

(Tό παρόν εἶχε δημοσιευθεῖ στό περιοδικό Σύναξη)
                                                                 


Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012





Nικολάου Μπερντιάγιεφ


Ἡ κρίση τοῦ ἀνθρωπισμοῦ


Ἡ κατάφαση τῆς ἀνθρώπινης ἀτομικότητας προϋποθέτει τήν συνείδηση τοῦ δεσμοῦ πού συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ  μία ἀνώτερη θεϊκή ἀρχή. Καί ἀφοῦ τό πρόσωπο  δέν θέλει νά ἀναγνωρίσει τίποτε ἔξω ἀπό αὐτήν, κονιορτοποιεῖται κατά κάποιο τρόπο καί ὑποκύπτει στήν ὁρμητικότητα τῶν κατώτερων στοιχείων τῶν ὁποίων αὐτό ἔχει γίνει βορά. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, παύει νά αἰσθάνεται ὅτι ζεῖ, ἐφόσον δέν ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ μή-ἐγώ του καί ἀρνεῖται αὐτό πού εἶναι ἀναγκαῖο γιά νά παραμείνει μία ἀτομικότητα, τήν πραγματικότητα ὄχι μόνον τῶν ἄλλων προσώπων ἀλλά καί τοῦ θεϊκοῦ ὄντος. Πράγματι ἡ αὐτοκατάφαση πού δέν γνωρίζει ὅρια καί δέν ἀποδέχεται τίποτε πάνω ἀπό τήν ἴδια καί ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἐμπόδιο στόν ἀνθρωπισμό, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν καταστροφή, διότι αὐτός ἀρνούμενος ὅλες τίς ἀρχές παύει νά ἔχει αὐτογνωσία καί εἶναι ὑποχρεωμένος νά ὑποτάσσεται σέ ὑπάνθρωπες καί ὄχι ὑπεράνθρωπες ἀρχές. Σ’ αὐτό τό ἀποτέλεσμα ἔχουν φθάσει, ὕστερα ἀπό μία μακρά πορεία, ὁ ἀνθρωπισμός καί ἡ σύγχρονη ἱστορία. Ἕνας ἀτομικισμός, πού δέν γνωρίζει ὅρια καί πού δέν ὑποτάσσεται σε τίποτε, κλονίζει τήν ἀτομικότητα καί προξενεῖ τήν καταστροφή.
Ἡ πρόσφατη περίοδος τῆς σύγχρονης ἱστορίας παρουσιάζει τήν μυστηριώδη τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης μοίρας. Ἀπό τήν μιά, βλέπουμε τήν ἐμφάνιση τῆς ἔννοιας τῆς ἀτομικότητας πού εἰσάγει στόν πολιτισμό τοῦ ἀνθρώπου ἕνα ἄγνωστο στοιχεῖο τῆς προηγούμενης ἐποχῆς ἀλλά, ἀπό τήν ἄλλη, διαπιστώνουμε ἕναν κλονισμό τῆς ἀτομικότητας σέ πρωτόγνωρο βαθμό. Αὐτό, λοιπόν, εἶναι τό πραγματικό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ processus τῆς ἱστορίας· ὁ ἀνθρωπισμός μεταμορφώνεται σέ ἀντιανθρωπισμό.
Γιά νά δώσουμε μιά πιό συγκεκριμένη ἰδέα αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς θά μιλήσουμε γιά δύο διανοητές τοῦ 19ου αἰ., ἀνθρώπους ἀντικρουόμενης ἰδιοφυΐας, ἐκπροσώπους δύο διαφορετικῶν πνευματικῶν ρευμάτων, σχεδόν ἐχθρικῶν, ἀλλά τῶν ὁποίων ἡ ἐπίδραση ἦταν μεγάλη στήν ἐξέλιξη τῆς μοίρας τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ πρῶτος ὑπερτόνισε τήν ἔννοια τῆς ἀτομικότητας στό πλαίσιο τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ, ἐνῶ ὁ δεύτερος ἐπέδρασε στίς ἀνθρώπινες μάζες, στό κοινωνικό περιβάλλον. Ἀναφέρομαι στόν Fr. Nietzsche καί στόν K. Marx. Αὐτά τά δύο πνεύματα, πού δέν συναντήθηκαν ποτέ, δείχνουν τό πέρασμα στόν ἀντιανθρωπισμό. Καί στούς δύο ἡ ἀνθρώπινη αὐτοκατάφαση καθίσταται ἡ ἄρνηση τῆς εἰκόνας τοῦ ἀνθρώπου. Ὡστόσο, μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο διαμετρικῶς ἀντίθετων ρευμάτων ὑπάρχει μία τυπική ὁμοιότητα: τό καθένα ἀντιπροσωπεύει τό τέλος μιᾶς περιόδου ἀνανεώσεως τῆς ἱστορίας. Ἔχουμε ἐνώπιόν μας δύο τρόπους μετασχηματισμοῦ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ σέ ἀντιανθρωπισμό, δύο μορφές αὐτοκαταστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου.

(μετ. Δημήτρης Μπαλτᾶς, περ. Εὐθύνη, τ. 421, 2007, σ. 19)